βιβλιοδετώ

βιβλιοδετώ
βιβλιοδετώ, βιβλιοδέτησα βλ. πίν. 73

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βιβλιοδετώ — κάνω βιβλιοδεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλιοδέτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό του Σκαρλάτου Βυζαντίου] …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοδετώ — ησα, ήθηκα, βιβλιοδετημένος, ενεργώ βιβλιοδεσία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αστάχωτος — η, ο (για βιβλίο) ο άδετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σταχώ ( ώνω) «βιβλιοδετώ»] …   Dictionary of Greek

  • ενδύω — (AM ἐνδύω και ἐνδύνω Α και ἐνδυνῶ, έω) 1. φορώ ενδύματα σε κάποιον, ντύνω κάποιον («ενδύει την Αγία Τράπεζα», «ἐνέδυσάν με χλαμύδα κοκκίνην», «ἐνδύουσι τὤγαλμα τοῡ Διός») 2. μέσ. ενδύομαι φορώ τα ενδύματα ή τη στολή μου («ἐνδύεται ἅπασαν τὴν… …   Dictionary of Greek

  • ραφοδένω — Ν 1. συνδέω με ράψιμο, συρράπτω 2. (ειδικά) συρράπτω τυπογραφικά φύλλα, βιβλιοδετώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραφή + δένω] …   Dictionary of Greek

  • σταχώνω — σταχῶ, όω, ΝΜ δένω βιβλίο με στάχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυ(ς), με αρχική σημ. «δένω στάχια», από όπου γενικά «δένω» και για βιβλία «βιβλιοδετώ»] …   Dictionary of Greek

  • χαρτοδετώ — έω, Ν [χαρτοδέτης] επενδύω βιβλίο με χαρτί, βιβλιοδετώ με χαρτί, τοποθετώ σε μια έκδοση εξώφυλλα από απλό χαρτί ή χαρτόνι και όχι επενδεδυμένα με ειδικό ύφασμα, πλαστικό υλικό ή δέρμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”